- κοτσιλιά
- κοτσιλιά, η και κουτσουλιά, ητο περίττωμα από τις κότες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοτσιλιά — η βλ. κουτσουλιά … Dictionary of Greek
κουτσουλιά — και κοτσιλιά και κουτσιλιά, η το περίττωμα των πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κότ (τ)υνα (τα) «σκύβαλα» (< κόττος «πετεινός») ή, κατ άλλους, < κοτο τσιλιά «περίττωμα κότας»] … Dictionary of Greek
κοτσιλίζω — και κουτσουλίζω και κοτσιλάω κοτσίλισα και κουτσούλισα, κοτσιλίστηκα και κουτσουλίστηκα, κοτσιλισμένος και κουτσουλισμένος, λέγεται για τις κότες και τα πουλιά και σημαίνει αποπατώ, βγάζω κοτσιλιά: Κοτσίλισε την ταράτσα η κότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσουλιά — η βλ. κοτσιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)